μάντρισμα

μάντρισμα
το, -ατος
1. το κλείσιμο των ζώων στο μαντρί.
2. περίφραξη με μάντρα.
3. μτφ., περιορισμός: Η γυναίκα του δεν ανέχτηκε το μάντρισμα που της επέβαλε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάντρισμα — το [μαντρίζω] 1. κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μάντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”